ότι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- ότι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὅτι [1]
Προφορά 1[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /oti/ (άτονο - προφέρεται μαζί με την επόμενη λέξη - συγκρίνετε με την #Προφορά 2)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ό‐τι
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
ότι
- (ειδικός σύνδεσμος) εισάγει δευτερεύουσες προτάσεις μετά από ρήμα λεκτικό, δοξαστικό, αισθήσεως κλπ ή παράγωγό του
- (αιτιολογικός σύνδεσμος, σπάνιο) διότι
- ↪ Χαίρομαι ότι δικαιώθηκαν οι προβλέψεις μου.
Σημειώσεις[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- ότι < πιθανόν κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική ὅτε [1]
Προφορά 2[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈo.ti/ (τονισμένο - συγκρίνετε με την #Προφορά 1)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ό‐τι
- ομόηχο: ό,τι
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
ότι
- (χρονικός σύνδεσμος, λαϊκότροπο) μόλις, μόλις τη στιγμή που...
- ↪ Ότι είχα μπει μέσα στο σπίτι και χτύπησε το τηλέφωνο.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ότι
|
[επεξεργασία]
- ↑ 1,0 1,1 ότι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς τόνο στην προφορά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Σύνδεσμοι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)