ότι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ότι < αρχαία ελληνική ὅτι
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
ότι
- (ειδικός) εισάγει δευτερεύουσες προτάσεις μετά από ρήμα λεκτικό, δοξαστικό, αισθήσεως κλπ ή παράγωγό του
- (χρονικός) (λαϊκότροπο) μόλις
- ότι είχα μπει μέσα στο σπίτι και χτύπησε το τηλέφωνο
- (αιτιολογικός, σπάνιο) διότι
- χαίρομαι ότι δικαιώθηκαν οι προβλέψεις μου