πιθανότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πιθανότητα οι πιθανότητες
      γενική της πιθανότητας των πιθανοτήτων
    αιτιατική την πιθανότητα τις πιθανότητες
     κλητική πιθανότητα πιθανότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πιθανότητα < αρχαία ελληνική πιθανότης < από το θέμα -πιθ- του β΄αορ. του πείθω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pi.θaˈno.ti.ta/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πιθανότητα θηλυκό

  1. μέτρο πραγματοποίησης ενός ενδεχομένου• ποσοστό ισχύος της δυνητικότητας πραγμάτωσης. Η πιθανότητα είναι 1 αν θα συμβεί το ενδεχόμενο και 0 αν δεν θα συμβεί, ενώ αν είται θα συμβεί είται όχι, τότε η πιθανότητα ισούται με ενδιάμεσες τιμές. Αν ένα πείραμα τύχης επαναληφθεί άπειρες φορές, τότε η πιθανότητα ισούται με τη σχετική συχνότητα του συγκεκριμένου ενδεχομένου.
  2. (μαθηματικά)(αυστηρός ορισμός) Υπάρχουν δύο ορισμοί για την πιθανότητα, ο δεύτερος είναι ειδική περίπτωση του πρώτου και προτιμάται για τυχαίες περιπτώσεις. Και οι δύο αναφέρονται σε ένα πείραμα τύχης:
    1. (Αξιωματικός ορισμός) Πιθανότητα είναι η συνάρτηση P, με πεδίο ορισμού ένα δειγματικό χώρο Ω (του πειράματος τύχης) για την οποία ισχύουν οι εξείς ιδιότητες:
      • P(Ω)=1
      • P(AUB)=P(A)+P(B), για κάθε Α,Β που είναι ξένα μεταξύ τους
    2. (Κλασσικός ορισμός) Πιθανότητα είναι η συνάρτηση P, με πεδίο ορισμού ένα δειγματικό Ω (του πειράματος τύχης), η οποία ισούται με το κλάσμα με αριθμητή τον αριθμό των ευνοϊκών απλών ενδεχομένων και παρονομαστή τον αριθμό όλων των απλών ενδεχομένων.
  3. κβαντισμός αβεβαιότητας

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη  πιθανός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]