πιθανός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πιθανός | η | πιθανή | το | πιθανό |
γενική | του | πιθανού | της | πιθανής | του | πιθανού |
αιτιατική | τον | πιθανό | την | πιθανή | το | πιθανό |
κλητική | πιθανέ | πιθανή | πιθανό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πιθανοί | οι | πιθανές | τα | πιθανά |
γενική | των | πιθανών | των | πιθανών | των | πιθανών |
αιτιατική | τους | πιθανούς | τις | πιθανές | τα | πιθανά |
κλητική | πιθανοί | πιθανές | πιθανά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πιθανός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πιθανός (πειστικός)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pi.θaˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πι‐θα‐νός
- ομόηχο: πιθανώς
Επίθετο
[επεξεργασία]πιθανός, -ή, -ό, συγκριτικός : πιθανότερος, υπερθετικός : πιθανότατος
- ενδεχόμενος, που έχει πιθανότητες να συμβεί
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πιθανός
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
πῐθᾰνο- | |||||||
ονομαστική | ὁ | πιθανός | ἡ | πιθανή | τὸ | πιθανόν | |
γενική | τοῦ | πιθανοῦ | τῆς | πιθανῆς | τοῦ | πιθανοῦ | |
δοτική | τῷ | πιθανῷ | τῇ | πιθανῇ | τῷ | πιθανῷ | |
αιτιατική | τὸν | πιθανόν | τὴν | πιθανήν | τὸ | πιθανόν | |
κλητική ὦ! | πιθανέ | πιθανή | πιθανόν | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | ||||||
ονομαστική | οἱ | πιθανοί | αἱ | πιθαναί | τὰ | πιθανᾰ́ | |
γενική | τῶν | πιθανῶν | τῶν | πιθανῶν | τῶν | πιθανῶν | |
δοτική | τοῖς | πιθανοῖς | ταῖς | πιθαναῖς | τοῖς | πιθανοῖς | |
αιτιατική | τοὺς | πιθανούς | τὰς | πιθανᾱ́ς | τὰ | πιθανᾰ́ | |
κλητική ὦ! | πιθανοί | πιθαναί | πιθανᾰ́ | ||||
δυϊκός | |||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πιθανώ | τὼ | πιθανᾱ́ | τὼ | πιθανώ | |
γεν-δοτ | τοῖν | πιθανοῖν | τοῖν | πιθαναῖν | τοῖν | πιθανοῖν | |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πιθανός < θέμα πιθ- μεταπτωτική βαθμίδα του θέματος όπως στον αόριστο β ἔπιθον του πείθω + -ανός [1]
Επίθετο
[επεξεργασία]πιθανός, -ή, -όν, συγκριτικός : πιθανώτερος, υπερθετικός : πιθανώτατος
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]- πιθανῶς (επίρρημα)
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- πιθανός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πιθανός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ανός (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)