πιθανολόγημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πιθανολόγημα < ελληνιστική < πιθανολογ(ῶ) + -ημα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πιθανολόγημα ουδέτερο
- άποψη βασισμένη σε ανεπαρκή δεδομένα, χωρίς βεβαιότητα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πιθανολόγημα
|