ανεπαρκής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανεπαρκής < αν- + επαρκής (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική insuffisant)
Επίθετο[επεξεργασία]
ανεπαρκής
- που δεν είναι επαρκής, που δεν έχει τα απαραίτητα προσόντα για να ανταποκριθεί ικανοποιητικά σε συγκεκριμένες ανάγκες ή απαιτήσεις
- δυστυχώς, είναι ανεπαρκής στη δουλειά του
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανεπαρκής
|