Μετάβαση στο περιεχόμενο

likely

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός likely
συγκριτικός likelier / more likely
υπερθετικός likeliest / most likely

likely (en)

Επίρρημα

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός likely
συγκριτικός more likely
υπερθετικός most likely

likely (en)

  • σαν να, μάλλον
    παράδειγμα  Likely you are right.
    Σαν να/Μάλλον έχεις δίκιο.
    παράδειγμα  It’s appearing likely that it will snow.
    Σαν να φαίνεται ότι θα χιονίσει.
    παράδειγμα  We have likely met before.
    Σαν να έχουμε συναντηθεί και παλιότερα.
    παράδειγμα  He is likely overdoing it.
    Σαν να το παρακάνει.
    παράδειγμα  It’s likely he won’t come.
    Μάλλον δεν θα έρθει.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη probably