μάλλον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μάλλον < αρχαία ελληνική μᾶλλον, συγκριτικός βαθμός του μάλα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈma.lon/

Επίρρημα[επεξεργασία]

μάλλον

  1. πιθανότατα
  2. χρησιμοποιείται και για να προσδώσει ένα βαθμό αβεβαιότητας σε μια απόφανση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]