αιτιολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αιτιολογία < αρχαία ελληνική αἰτιολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.ti.o.loˈʝi.a/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αιτιολογία θηλυκό