motif
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
motif (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
motif | motifs |
motif (fr) αρσενικό
- το μοτίφ
- το μοτίβο
- το επιχείρημα
- το σκεπτικό
- ο λόγος
- η αιτιολογία