motivation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
motivation | motivations |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
motivation (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- motivation < motiver
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mɔ.ti.va.sjɔ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
motivation | motivations |
motivation (fr) θηλυκό
- το κίνητρο, η αιτιολογία