motivation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
motivation motivations

Ετυμολογία [επεξεργασία]

motivation < motivate + -ion

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

motivation (en)

  1. η ενέργεια του παρακινώ
  2. το κίνητρο, ο λόγος για να κάνει κάποιος κάτι



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

motivation < motiver

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /mɔ.ti.va.sjɔ̃/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
motivation motivations

motivation (fr) θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]