like
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
like (en)
Πρόθεση[επεξεργασία]
like (en)
- όπως, με τον ίδιο τρόπο όπως κάποιος ή κάτι
- ↪ They started to speak like before/like in the good old days/like old times.
- Άρχισαν να μιλούν όπως πρώτα/όπως τον παλιό καλό καιρό/όπως παλιά.
- ↪ They started to speak like before/like in the good old days/like old times.
- έτσι, ίδιος, χρησιμοποιείται για να δείξει τι είναι σύνηθες ή χαρακτηριστικό για κάποιον
- ↪ We are like that by nature.
- Είμαστε έτσι από τη φύση μας.
- ↪ It’s like him to be late.
- Είναι ίδιο του (=χαρακτηριστικό του) να αργεί.
- ↪ We are like that by nature.
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | like |
γ΄ ενικό ενεστώτα | likes |
αόριστος | liked |
παθητική μετοχή | liked |
ενεργητική μετοχή | liking |
like (en)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
- όπως, με τον ίδιο τρόπο
- ↪ Make it like I told you.
- Να το φτιάξεις, όπως σου είπα.
- ↪ Arrange them like you think is best.
- Τακτοποίησέ τα, όπως νομίζεις.
- ↪ Make it like I told you.
- σαν να
Πηγές[επεξεργασία]
- like (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- like (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- like (preposition) - Oxford Learner's Dictionaries
- like (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- like (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- like (conjunction) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 383. ISBN 9780194325684., λήμμα: ίδιος