like

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

like (en)

Πρόθεση[επεξεργασία]

like (en)

  1. όπως, με τον ίδιο τρόπο όπως κάποιος ή κάτι
    They started to speak like before/like in the good old days/like old times.
    Άρχισαν να μιλούν όπως πρώτα/όπως τον παλιό καλό καιρό/όπως παλιά.
  2. έτσι, ίδιος, χρησιμοποιείται για να δείξει τι είναι σύνηθες ή χαρακτηριστικό για κάποιον
    We are like that by nature.
    Είμαστε έτσι από τη φύση μας.
    It’s like him to be late.
    Είναι ίδιο του (=χαρακτηριστικό του) να αργεί.

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας like
γ΄ ενικό ενεστώτα likes
αόριστος liked
παθητική μετοχή liked
ενεργητική μετοχή liking

like (en)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Σύνδεσμος[επεξεργασία]

like (en) (ανεπίσημο)

  1. όπως, με τον ίδιο τρόπο
    Make it like I told you.
    Να το φτιάξεις, όπως σου είπα.
    Arrange them like you think is best.
    Τακτοποίησέ τα, όπως νομίζεις.
  2. σαν να
    Speak like you have forgotten everything.
    Μίλα σαν να τα έχεις ξεχάσει όλα.
    They were waving their hands like they were asking for help.
    Κουνούσαν τα χέρια τους σαν να ζητούσαν βοήθεια.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη as if

Πηγές[επεξεργασία]