like
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]| παραθετικά | |
| θετικός | like |
| συγκριτικός | more like |
| υπερθετικός | most like |
Επίρρημα
[επεξεργασία]like (en)
- (πολύ ανεπίσημο) εντάξει, ας πούμε, λοιπόν, λέξη που χρησιμοποιείται όταν σκέφτομαι τι να πω μετά, εξηγώ κάτι ή δίνω ένα παράδειγμα για κάτι
I met George yesterday but, like, we didn’t talk too much.
- Συνάντησα τον Γιώργο χθες αλλά, 'ντάξει, δε μιλήσαμε και πολύ.
Like, I didn’t know.
- Ας πούμε, δεν το ήξερα.
Like, what do we do now?
- Λοιπόν, τι κάνουμε τώρα;
- (πολύ ανεπίσημο) περίπου, γύρω σε
It will cost you like 100 euros.
- Θα σου κοστίσει περίπου/γύρω στα 100 ευρώ.
- (πολύ ανεπίσημο) σα να λέω
And then I’m like, “No way!”.
- Και μετά λέω «Αποκλείεται!»
- (ανεπίσημο) όπως, χρησιμοποιείται για να πει ότι κάτι συμβαίνει με τον ίδιο τρόπο
They started to speak like before.
- Άρχισαν να μιλούν όπως πρώτα.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| like | likes |
like (en)
- (μόνο πληθυντικός) οι προτιμήσεις, τα γούστα, αυτά που μου αρέσουν
We all have our likes and dislikes.
- Όλες έχουμε τις προτιμήσεις μας.
They have the same likes.
- Έχουν τα ίδια γούστα.
- (μόνο ενικός) ο παρόμοιος
jazz, rock, and the like (=similar types of music) - τζαζ, ροκ και τα παρόμοια (=παρόμοια είδη μουσικής)
- (διαδίκτυο) στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης
It has a lot of likes.
- Έχει πολλές likes.
Εκφράσεις
[επεξεργασία]
Πρόθεση
[επεξεργασία]like (en)
- σαν, όπως, όμοιος με κάποιον ή κάτι
She’s wearing a dress like mine.
- Φοράει ένα φόρεμα σαν το δικό μου.
That sounds like he’s coming now.
- Αυτό ακούγεται σαν να έρχεται τώρα.
He’s very much like his father.
- Είναι πολύ όπως ο πατέρας του.
It’s like mine.
- Είναι όμοιο με το δικό μου.
She looks nothing like her mother.
- Δεν μοιάζει καθόλου με τη μητέρα της.
She looks something like her sister.
- Μοιάζει λιγάκι της αδελφής της.
- πώς είναι, χρησιμοποιείται για να ζητήσει τη γνώμη κάποιου για κάποιον ή κάτι
What’s it like studying in Spain?
- Πώς είναι να σπουδάζεις στην Ισπανία;
This new girlfriend of his—what's she like?
- Αυτή η καινούργια φίλη του—πώς είναι;
- όπως, με τον ίδιο τρόπο όπως κάποιος ή κάτι
It was just like you said.
- Ήταν ακριβώς όπως το είπες.
They started to speak like in the good old days/like old times.
- Άρχισαν να μιλούν όπως τον παλιό καλό καιρό/όπως παλιά.
(Just) like everyone else, I also want to go on vacation.
- Όπως όλοι, θέλω και γω να πάω διακοπές.
- όπως, για παράδειγμα
We traveled to many countries like Greece and Italy.
- Ταξιδέψαμε στις πολλές χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία.
Do you want to cook something? Like what?
- Θέλεις να μαγειρέψεις κάτι; Όπως;
- έτσι, ίδιος, χρησιμοποιείται για να δείξει τι είναι σύνηθες ή χαρακτηριστικό για κάποιον
We are like that by nature.
- Είμαστε έτσι από τη φύση μας.
It’s like him to be late.
- Είναι ίδιο του (=χαρακτηριστικό του) να αργεί.
Ρήμα
[επεξεργασία]| ενεστώτας | like |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | likes |
| αόριστος | liked |
| παθητική μετοχή | liked |
| ενεργητική μετοχή | liking |
like (en)
- (μεταβατικό) μου αρέσει
Do you like apples?
- Σου αρέσουν τα μήλα;
I like you just the way you are.
- Μου αρέσεις ακριβώς όπως είσαι.
My mother didn’t like you.
- Δεν άρεσες στην μητέρα μου.
None of us liked it.
- Σε κανέναν μας δεν άρεσε.
The man likes to read.
- Του άντρα του αρέσει να διαβάζει.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) θα ήθελα, θέλω, μου αρέσει, χρησιμοποιείται με το would ή το should ως ευγενικός τρόπος για να πω αυτό που θέλω
Would you like a drink?
- Θα ήθελες ένα ποτό;
I would like/I’d like to have been a doctor.
- Θα ήθελα να είχα γίνει γιατρός.
If you’d like to help us…
- Αν ήθελες να μας βοηθήσεις…
How would you like your coffee – sweet or medium?
- Πώς θέλετε τον καφέ σας – γλυκό ή μέτριο;
I would like to live in London.
- Θα μου άρεσε να ζω στο Λονδίνο.
What would you like for food?
- Τι σας αρέσει για φαγητό;
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη want
Εκφράσεις
[επεξεργασία]
Σύνδεσμος
[επεξεργασία]- όπως, με τον ίδιο τρόπο
Make it like I told you.
- Να το φτιάξεις, όπως σου είπα.
Arrange them like you think is best.
- Τακτοποίησέ τα, όπως νομίζεις.
We’ll talk about it when you’re sober and not drunk like you are now.
- Θα τα πούμε όταν είσαι νηφάλιος κι όχι μεθυσμένος όπως τώρα.
- σαν να
- σαν να, μήπως, σε ρητορικές ερωτήσεις εισάγει καταφατική ή αποφατική πρόταση που ισοδυναμεί αντίστοιχα με έντονη άρνηση ή κατάφαση
Like you don’t know them. (=You know them very well.)
- Σαν να μην τους ξέρεις. (=Τους ξέρεις και πολύ καλά.)
Like we didn’t tell him about it? (=We told him many times.)
- Μήπως δεν του το είπαμε; (=Του το είπαμε πολλές φορές.)
Like I didn’t know it? (=I knew it very well of course.)
- Μήπως δεν το ξέρω; (=Το ξέρω και πολύ καλά μάλιστα.)
- ≈ συνώνυμα: → δείτε την έκφραση as if
Πηγές
[επεξεργασία]- like (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- like (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- like (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- like (preposition) - Oxford Learner's Dictionaries
- like (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- like (conjunction) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 383. ISBN 9780194325684., λήμμα: ίδιος