όπως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- όπως < αρχαία ελληνική ὅπως
Επίρρημα[επεξεργασία]
όπως (αναφορικό)
- εισάγει αναφορικές προτάσεις που δείχνουν τον τρόπο
- Θα φάω όπως θέλω
- κάν' το όπως ο Μπέκαμ
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
όπως
- ενώ
- όπως γύριζα από τη δουλειά, συνάντησα έναν γνωστό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επίρρημα
σύνδεσμος
→ δείτε τη λέξη ενώ |