think

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας think
γ΄ ενικό ενεστώτα thinks
αόριστος thought
παθητική μετοχή thought
ενεργητική μετοχή thinking
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /θɪŋk/

Ρήμα[επεξεργασία]

think (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) σκέφτομαι, νομίζω, έχω μια συγκεκριμένη ιδέα ή άποψη για κάτι ή κάποιον
    We thought you were outside.
    Νομίζαμε ότι βρισκόσασταν έξω.
    The situation is worse than what I was thinking.
    Η κατάσταση είναι χειρότερη από όσο νόμιζα.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) σκέφτομαι, φαντάζομαι, θεωρώ, χρησιμοποιώ το μυαλό μου για να σκεφτώ κάτι, να προσπαθήσω να λύσω προβλήματα
    I want to think about it.
    Θέλω να το σκεφτώ.
    To be honest, I have not thought about it like this.
    Για να είμαι ειλικρινής, δεν το έχω φανταστεί έτσι.
  3. (μεταβατικό & αμετάβατο, χωρίς παθητική φωνή) φαντάζομαι, σχηματίζω μια ιδέα για κάτι
    Just think—an island paradise!
    Φαντάσου ένα παραδεισένιο νησί!
    You can’t think how glad I am to see you!
    Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο χαίρομαι που σε βλέπω!
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη imagine
  4. (μεταβατικό) φαντάζομαι, υπολογίζω, αναμένω, περιμένω κάτι
    I never thought she would marry him!
    Ποτέ δε φαντάστηκα ότι θα τον παντρευόταν!
    It’s closer than I thought.
    Είναι πιο κοντά από όσο υπολόγιζα.
    We aren’t thinking dramatic changes.
    Δεν αναμένουμε εντυπωσιακές αλλαγές.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη expect
  5. (μεταβατικό και αμετάβατο) νομίζω, σαν να, χρησιμοποιείται για να δείξω αβεβαιότητα για αυτό που λέω ή για να είμαι πιο ευγενικός
    I think so.
    Έτσι νομίζω.
    I don’t think so.
    Δεν το νομίζω.
    I think we have met before.
    Σαν να έχουμε γνωριστεί/συναντηθεί και παλιότερα.
    I think you are right.
    Σαν να έχεις δίκιο.

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]