think
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | think |
γ΄ ενικό ενεστώτα | thinks |
αόριστος | thought |
παθητική μετοχή | thought |
ενεργητική μετοχή | thinking |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
think (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) σκέφτομαι, νομίζω, έχω μια συγκεκριμένη ιδέα ή άποψη για κάτι ή κάποιον
- ↪ We thought you were outside.
- Νομίζαμε ότι βρισκόσασταν έξω.
- ↪ The situation is worse than what I was thinking.
- Η κατάσταση είναι χειρότερη από όσο νόμιζα.
- ↪ We thought you were outside.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) σκέφτομαι, φαντάζομαι, θεωρώ, χρησιμοποιώ το μυαλό μου για να σκεφτώ κάτι, να προσπαθήσω να λύσω προβλήματα
- ↪ I want to think about it.
- Θέλω να το σκεφτώ.
- ↪ To be honest, I have not thought about it like this.
- Για να είμαι ειλικρινής, δεν το έχω φανταστεί έτσι.
- ↪ I want to think about it.
- (μεταβατικό & αμετάβατο, χωρίς παθητική φωνή) φαντάζομαι, σχηματίζω μια ιδέα για κάτι
- (μεταβατικό) φαντάζομαι, υπολογίζω, αναμένω, περιμένω κάτι
- (μεταβατικό και αμετάβατο) νομίζω, σαν να, χρησιμοποιείται για να δείξω αβεβαιότητα για αυτό που λέω ή για να είμαι πιο ευγενικός
- ↪ I think so.
- Έτσι νομίζω.
- ↪ I don’t think so.
- Δεν το νομίζω.
- ↪ I think we have met before.
- Σαν να έχουμε γνωριστεί/συναντηθεί και παλιότερα.
- ↪ I think you are right.
- Σαν να έχεις δίκιο.
- ↪ I think so.