thinking
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
thinking (en)
- η σκέψη
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
thinking (en)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- concrete thinking: πρακτική σκέψη, διαχείριση του φυσικού κόσμου
- abstract thinking: αφηρημένη σκέψη, σύνηθες αλλά όχι απαραίτητο: σύνθετη/ανώτερη νόηση