thinking
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
thinking (en)
- σκεπτόμενος
- ↪ What thinking person says these things?
- Ποιος σκεπτόμενος άνθρωπος λέει αυτά τα πράγματα;
- ↪ What thinking person says these things?
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
thinking (en)
- η σκέψη
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
thinking (en)