σκέφτομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκέφτομαι < αρχαία ελληνική σκέπτομαι < πρωτοελληνική *sképťomai < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *skep-ye- < (από μετάθεση) *speḱ- (βλέπω, παρατηρώ)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈsce.fto.me/
Ρήμα[επεξεργασία]
σκέφτομαι (αποθετικό ρήμα)
- υποβάλλω κάτι σε νοητική επεξεργασία
- εξετάζω με το μυαλό μου διαφορετικές εκδοχές
- εξετάζω θετικά την πιθανότητα να κάνω κάτι στο μέλλον
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σκέφτομαι | σκεφτόμουν(α) | θα σκέφτομαι | να σκέφτομαι | ||
β' ενικ. | σκέφτεσαι | σκεφτόσουν(α) | θα σκέφτεσαι | να σκέφτεσαι | ||
γ' ενικ. | σκέφτεται | σκεφτόταν(ε) | θα σκέφτεται | να σκέφτεται | ||
α' πληθ. | σκεφτόμαστε | σκεφτόμαστε σκεφτόμασταν |
θα σκεφτόμαστε | να σκεφτόμαστε | ||
β' πληθ. | σκέφτεστε | σκεφτόσαστε σκεφτόσασταν |
θα σκέφτεστε | να σκέφτεστε | (σκέφτεστε) | |
γ' πληθ. | σκέφτονται | σκέφτονταν σκεφτόντουσαν |
θα σκέφτονται | να σκέφτονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σκέφτηκα | θα σκεφτώ | να σκεφτώ | σκεφτεί | ||
β' ενικ. | σκέφτηκες | θα σκεφτείς | να σκεφτείς | σκέψου | ||
γ' ενικ. | σκέφτηκε | θα σκεφτεί | να σκεφτεί | |||
α' πληθ. | σκεφτήκαμε | θα σκεφτούμε | να σκεφτούμε | |||
β' πληθ. | σκεφτήκατε | θα σκεφτείτε | να σκεφτείτε | σκεφτείτε | ||
γ' πληθ. | σκέφτηκαν σκεφτήκαν(ε) |
θα σκεφτούν(ε) | να σκεφτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω σκεφτεί | είχα σκεφτεί | θα έχω σκεφτεί | να έχω σκεφτεί | ||
β' ενικ. | έχεις σκεφτεί | είχες σκεφτεί | θα έχεις σκεφτεί | να έχεις σκεφτεί | ||
γ' ενικ. | έχει σκεφτεί | είχε σκεφτεί | θα έχει σκεφτεί | να έχει σκεφτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε σκεφτεί | είχαμε σκεφτεί | θα έχουμε σκεφτεί | να έχουμε σκεφτεί | ||
β' πληθ. | έχετε σκεφτεί | είχατε σκεφτεί | θα έχετε σκεφτεί | να έχετε σκεφτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν σκεφτεί | είχαν σκεφτεί | θα έχουν σκεφτεί | να έχουν σκεφτεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοελληνική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς ενεργητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)