σκεπτικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκεπτικότητα < καθαρεύουσα σκεπτικότης < σκεπτικός < αρχαία ελληνική σκεπτικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκεπτικότητα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκεπτικότητα
|