απερισκεψία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απερισκεψία οι απερισκεψίες
      γενική της απερισκεψίας των απερισκεψιών
    αιτιατική την απερισκεψία τις απερισκεψίες
     κλητική απερισκεψία απερισκεψίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απερισκεψία < απερίσκεπ(τος) + -σία[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.pe.ɾi.skeˈpsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πε‐ρι‐σκε‐ψί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

απερισκεψία θηλυκό

  1. η ιδιότητα του απερίσκεπτου, το να ενεργείς χωρίς να έχεις προηγουμένως σκεφτεί τις συνέπειες της ενέργειάς σου
  2. μια απερίσκεπτη πράξη

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]