σκεπτικιστικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σκεπτικιστικός < σκεπτικιστής / σκεπτικισμός + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]σκεπτικιστικός
- που έχει σχέση με τον σκεπτικιστή ή τον σκεπτικισμό ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις σκεπτικισμός, σκεπτικιστής και σκέπτομαι