expect
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | expect |
γ΄ ενικό ενεστώτα | expects |
αόριστος | expected |
παθητική μετοχή | expected |
ενεργητική μετοχή | expecting |
Ρήμα[επεξεργασία]
expect (en)
- περιμένω, αναμένω ότι κάτι θα συμβεί στο μέλλον
- ↪ We expect major political changes.
- Περιμένουμε μεγάλες πολιτικές αλλαγές.
- ↪ Developments are expected in the Middle East.
- Αναμένονται εξελίξεις στο μεσανατολικό.
- ↪ We don’t expect dramatic changes.
- Δεν αναμένουμε εντυπωσιακές αλλαγές.
- ↪ Development did not happen as expected.
- Η εξέλιξη δεν έγινε όπως αναμενόταν.
- ≈ συνώνυμα: think
- ↪ We expect major political changes.
- αναμένω να έρθει κάποιος ή κάτι γιατί έχει κανονιστεί
- ↪ The prime minister is expected (to arrive) tomorrow.
- Ο πρωθυπουργός αναμένεται (να φτάσει) αύριο.
- ↪ The prime minister is expected (to arrive) tomorrow.