σάμπως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σάμπως < σαν πως

Επίρρημα[επεξεργασία]

σάμπως

  1. (ερωτηματικό, για να υπονοηθεί αρνητική απάντηση) μήπως
    Σάμπως και τον είδα τώρα τελευταία;
  2. (για να δηλωθεί βεβαιότητα -όχι απόλυτη- ή υποψία), κατά κάποιο τρόπο, μάλλον
    Σάμπως και τα καταφέραμε τελικά.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]