σάμπως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
σάμπως
- (ερωτηματικό, για να υπονοηθεί αρνητική απάντηση) μήπως
- Σάμπως και τον είδα τώρα τελευταία;
- (για να δηλωθεί βεβαιότητα -όχι απόλυτη- ή υποψία), κατά κάποιο τρόπο, μάλλον
- Σάμπως και τα καταφέραμε τελικά.