ύψιλον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ύψιλον < μεσαιωνική ελληνική ὖ ψιλόν
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ύψιλον ουδέτερο άκλιτο