πι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: π

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πι < μεσαιωνική ελληνική πῖ < αρχαία ελληνική πεῖ
γυναίκα στηρίζεται σε πι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πι ουδέτερο άκλιτο

  1. το δέκατο έκτο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου (π, κεφαλαίο: Π) (Ν. Ελληνικής)
  2. (προφορικό) βοήθημα βάδισης, για άτομα με κινητικές δυσκολίες σε σχήμα «Π», περιπατητήρας

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]