Μετάβαση στο περιεχόμενο

pi

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pi (en)



pi (sq)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pi (fr) θηλυκό άκλιτο


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pi (pt) θηλυκό

  1. (μαθηματικά) ο αριθμός π



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pi (pl) ουδέτερο

  1. το γράμμα του ελληνικού αλφάβητου: πι
  2. (μαθηματικά) ο αριθμός π