πίνω
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πίνω < αρχαία ελληνική πίνω
Ρήμα[επεξεργασία]
πίνω
- βάζω υγρό στο στόμα με σκοπό να καταλήξει στο στομάχι
- πιες το γάλα σου
- θα πιεις καφέ;
- κρατώ υγρό στο εσωτερικό μου, απορροφώ
- το περιβόλι χρειάζεται να πιει πολύ νερό λόγω του καύσωνα
- κάνω χρήση χαπιών ή άλλου φαρμάκου
- να πιεις αντιπυρετικό για να πέσει ο πυρετός
- (αργκό) καπνίζω καπνό ή παίρνω ναρκωτικά ή καταναλώνω οινοπνευματώδες ποτό
- βάλε μου να πιω
- είμαι πότης, έχω εθιστεί στο αλκοόλ
- το πάθος του να πίνει τον κατέστρεψε
- κάνω πρόποση
- ας πιούμε στην υγεία του εορτάζοντα
- πίνεται;: είναι κατάλληλο ή ευχάριστο για να το πει κάποιος
- μου έφερε ένα κρασί που πίνεται σαν κονιάκ
- πιωμένος: μεθυσμένος
- γυρνούσε αργά τη νύχτα πιωμένος, αλλά τώρα δεν το κάνει πια
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- να τον / την πιεις στο ποτήρι: όμορφος νέος / όμορφη νέα
- πίνω νερό στο όνομα κάποιου: έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον
- πίνω το αμίλητο νερό: δε μιλάω
- πίνω το αίμα (κάποιου): εκμεταλλεύομαι κάποιον χωρίς οίκτο
- πίνω πικρό ποτηρι: καταβάλλομαι από αίσθημα δυσαρέσκειας λόγω αρνητικής κατάστασης
- τι πίνεις;: ποιο είναι το αγαπημένο σου ποτό;ποιο ποτο σου αρεσει να πινεις
- τόν ήπιαμε: δεχθήκαμε αρνητικό αποτέλεσμα από μιάν κατάσταση
[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
|
||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πίνω | έπινα | θα πίνω | να πίνω | πίνοντας | |
β' ενικ. | πίνεις | έπινες | θα πίνεις | να πίνεις | πίνε | |
γ' ενικ. | πίνει | έπινε | θα πίνει | να πίνει | ||
α' πληθ. | πίνουμε | πίναμε | θα πίνουμε | να πίνουμε | ||
β' πληθ. | πίνετε | πίνατε | θα πίνετε | να πίνετε | πίνετε | |
γ' πληθ. | πίνουν | έπιναν πίνανε |
θα πίνουν | να πίνουν | ||
|
||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ήπια | θα πιω | να πιω | πιει | ||
β' ενικ. | ήπιες | θα πιεις | να πιεις | πιες | ||
γ' ενικ. | ήπιε | θα πιει | να πιει | |||
α' πληθ. | ήπιαμε | θα πιούμε | να πιούμε | |||
β' πληθ. | ήπιατε | θα πιείτε | να πιείτε | πιείτε | ||
γ' πληθ. | ήπιαν | θα πιουν | να πιουν | |||
|
||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πιει | είχα πιει | θα έχω πιει | να έχω πιει | ||
β' ενικ. | έχεις πιει | είχες πιει | θα έχεις πιει | να έχεις πιει | ||
γ' ενικ. | έχει πιει | είχε πιει | θα έχει πιει | να έχει πιει | ||
α' πληθ. | έχουμε πιει | είχαμε πιει | θα έχουμε πιει | να έχουμε πιει | ||
β' πληθ. | έχετε πιει | είχατε πιει | θα έχετε πιει | να έχετε πιει | ||
γ' πληθ. | έχουν πιει | είχαν πιει | θα έχουν πιει | να έχουν πιει |
|
- μέσο: πίνομαι παρατ. πινόμουν, μετοχή πιωμένος και πιομένος, αόρ. καταπόθηκα και γενικά οι άλλοι τύποι από το καταπίνω ή περιφραστικά (π.χ. αυτό που ήπιαν εκείνο που είχαν πιεί)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πίνω
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Αρχικοί χρόνοι | Ενεργητική φωνή | Μέση-Παθητική φωνή |
---|---|---|
Ενεστώτας | πίνω | πίνομαι |
Παρατατικός | ἔπινον & πίνεσκον (ιωνικός) | ἐπινόμην |
Μέλλοντας | πίομαι & πιοῦμαι | ποθήσομαι |
Αόριστος | ἔπιον | ἐπόθην |
Παρακείμενος | πέπωκα | πέπομαι |
Υπερσυντέλικος | ἐπεπώκειν | ἐπεπόμην |
Συντελεσμένος Μέλλοντας | πεπωκώς ἔσομαι | - |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πίνω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *peh-, συγγενές με το λατινικά poto
Ρήμα[επεξεργασία]
πίνω