παραπίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]παραπίνω
- πίνω υπερβολικά
- άντε, σταμάτα πια, παραήπιες βότκα!
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παραπίνω | παραέπινα | θα παραπίνω | να παραπίνω | παραπίνοντας | |
β' ενικ. | παραπίνεις | παραέπινες | θα παραπίνεις | να παραπίνεις | παραπίνε | |
γ' ενικ. | παραπίνει | παραέπινε | θα παραπίνει | να παραπίνει | ||
α' πληθ. | παραπίνουμε | παραπίναμε | θα παραπίνουμε | να παραπίνουμε | ||
β' πληθ. | παραπίνετε | παραπίνατε | θα παραπίνετε | να παραπίνετε | παραπίνετε | |
γ' πληθ. | παραπίνουν(ε) | παραέπιναν παραπίναν(ε) |
θα παραπίνουν(ε) | να παραπίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παραήπια | θα παραπιώ | να παραπιώ | παραπιεί | ||
β' ενικ. | παραήπιες | θα παραπιείς | να παραπιείς | παραπιές | ||
γ' ενικ. | παραήπιε | θα παραπιεί | να παραπιεί | |||
α' πληθ. | παραήπιαμε | θα παραπιούμε | να παραπιούμε | |||
β' πληθ. | παραήπιατε | θα παραπιείτε | να παραπιείτε | παραπιείτε | ||
γ' πληθ. | παραήπιαν(ε) | θα παραπιούν(ε) | να παραπιούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παραπιεί | είχα παραπιεί | θα έχω παραπιεί | να έχω παραπιεί | ||
β' ενικ. | έχεις παραπιεί | είχες παραπιεί | θα έχεις παραπιεί | να έχεις παραπιεί | ||
γ' ενικ. | έχει παραπιεί | είχε παραπιεί | θα έχει παραπιεί | να έχει παραπιεί | ||
α' πληθ. | έχουμε παραπιεί | είχαμε παραπιεί | θα έχουμε παραπιεί | να έχουμε παραπιεί | ||
β' πληθ. | έχετε παραπιεί | είχατε παραπιεί | θα έχετε παραπιεί | να έχετε παραπιεί | ||
γ' πληθ. | έχουν παραπιεί | είχαν παραπιεί | θα έχουν παραπιεί | να έχουν παραπιεί |
|