μεθυσμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεθυσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μεθάω, μεθώ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /me.θiˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐θυ‐σμέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
μεθυσμένος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
και
[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη μεθώ