μεθυσμένων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
μεθυσμένων
- γενική πληθυντικού του μεθυσμένος
- γενική πληθυντικού του μεθυσμένη
- γενική πληθυντικού του μεθυσμένο