drunk
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | drunk |
συγκριτικός | drunker |
υπερθετικός | drunkest |
drunk (en)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
drunk | drunks |
drunk (en)
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]drunk (en)