inebriate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
inebriate inebriates

inebriate (en)

ενεστώτας inebriate
γ΄ ενικό ενεστώτα inebriates
αόριστος inebriated
παθητική μετοχή inebriated
ενεργητική μετοχή inebriating

inebriate (en)