ποτήρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ποτήρι | τα | ποτήρια |
γενική | του | ποτηριού | των | ποτηριών |
αιτιατική | το | ποτήρι | τα | ποτήρια |
κλητική | ποτήρι | ποτήρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ποτήρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ποτήριν / ποτήριον < αρχαία ελληνική ποτήριον < ποτήρ < πότος < πίνω
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ποτήρι ουδέτερο
- δοχείο, συχνά γυάλινο, που χωράει στο χέρι και από το οποίο πίνει κανείς χυμό, κρασί ή άλλα υγρά
- σήκωσε το ποτήρι και ήπιε μία γουλιά
- (συνεκδοχικά) η ποσότητα που χωράει στο παραπάνω δοχείο
- θα μου φέρεις ένα ποτήρι νερό;
[επεξεργασία]
- Άγιον Ποτήριον
- δισκοπότηρο
- κρασοπότηρο
- νεροπότηρο
- ποτηροθήκη
- ρακοπότηρο
- → και δείτε τη λέξη πίνω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ποτήρι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)