cup

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
cup cups

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cup (en)

  1. η κούπα, το φλιτζάνι, το κύπελλο
    Fill the cup with wine.
    Γέμισε την κούπα με κρασί.
    a tea/coffee cup - φλιτζάνι του τσαγιού/του καφέ
    a cup for milk - κύπελλο για το γάλα
  2. η κούπα, το φλιτζάνι, η ποσότητα υγρού που χωράει σε μια κούπα
    Everyday, I drink three cups of coffee.
    Κάθε μέρα, πίνω τρεις κούπες/τρία φλιτζάνια καφέ.
  3. (αθλητισμός) το κύπελλο
    We are constantly making small steps to win the cup.
    Κάνουμε συνεχώς μικρά βήματα για να πάρουμε το κύπελλο.

Σύνθετα

[επεξεργασία]