κούπα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κούπα | οι | κούπες |
γενική | της | κούπας | — | |
αιτιατική | την | κούπα | τις | κούπες |
κλητική | κούπα | κούπες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |



Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κούπα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κούπα < ελληνιστική κοινή κοῦπα < λατινική cupa
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈku.pa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κού‐πα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κούπα θηλυκό
- αγγείο πόσεως με λαβή, μεγαλύτερο από το φλιτζάνι
- (συνεκδοχικά) η ποσότητα υγρού που χωράει σε μια κούπα
- ↪ Κάθε μέρα, πίνω τρεις κούπες καφέ.
- (χαρτοπαίγνιο) οικογένεια χαρτιών της τράπουλας που φέρουν ως σήμα μια κόκκινη καρδιά
- (αργκό, αθλητισμός) το κύπελλο που κερδίζει μια ομάδα σε αθλητική διοργάνωση
- (κρητικά) στην Κρήτη, το ποτήρι με κρασί που πίνεται μονορούφι
- (κυπριακά, γαστρονομία) έδεσμα της Κύπρου και του Λεβάντε
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- γίναμε από κούπες: τσακωθήκαμε άσχημα
- τα κάναμε από κούπες: φερθήκαμε αδέξια και αποτύχαμε σε μια προσπάθεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χαρτοπαίγνια (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Κρητικά
- Κυπριακά
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)