Μετάβαση στο περιεχόμενο

Κύπρος

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: κύπρος
Η σημαία της Κύπρου.
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Κύπρος
      γενική της Κύπρου
    αιτιατική την Κύπρο
     κλητική Κύπρε
(Κύπρο)
Κατηγορία όπως «διχοτόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Η θέση της Κύπρου στην Ευρώπη.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Κύπρος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Κύπρος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈci.pɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κύπρος

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Κύπρος θηλυκό

  1. το μεγάλο νησί της Μεσογείου στην ανατολική της πλευρά
  2. η χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Κυπριακή Δημοκρατία, το κυπριακό κράτος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Κύπρος
      γενική τῆς Κύπρου
      δοτική τῇ Κύπρ
    αιτιατική τὴν Κύπρον
     κλητική ! Κύπρε
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Κύπρος < αβέβαιης ετυμολογίας πιθανόν ανατολικής προέλευσης με σημασία "χαλκός", λόγω των πλούσιων μεταλλείων χαλκού του νησιού.  δείτε επίσης:  Κύπρος#Etymology στο αγγλικό Βικιλεξικό

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Κύπρος θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Απόγονοι

[επεξεργασία]

Κύπρος (αρχαία ελληνικά)

νέα ελληνικά: Κύπρος
λατινικά: cuprum > cuprium (κυπριακό εννοείται: μέταλλο) απ' όπου δάνειες λέξεις που σχετίζονται με το χαλκό όπως η αγγλική copper