κύπρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κύπρος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κύπρος αρσενικό

  1. το κυπρί
    Το βράδυ, όταν γύριζαν από τη βοσκή όλου του χωριού τα γίδια, βγαίναμε και τα τρία τ’ αδέρφια, εγώ, η Λένη κι ο Κωστούλας, και την καρτερούσαμε με ψωμί στο χέρι. Κι αυτή τραβούσε μπροστά απ’ όλο το κοπάδι, πιο μπρος κι απ’ τα γκεσέμια, που σέρνανε τους κύπρους τους οκάρικους. Και, σα μας έβλεπε, άρχιζε και βέλαζε. (Αθανάσιος Παπαχαρίσης, Η γιδούλα μας)
  2. η χένα, το φυτό Lawsonia inermis και η χρωστική, το έλαιο καθώς και το άρωμα που έβγαινε από αυτό (εικάζεται ότι ονομάστηκε έτσι επειδή ίσως εισαγόταν από την Κύπρο ή υπάρχει και η θεωρία ότι αντιστρόφως η ονομασία της Κύπρου προήλθε από τη λέξη κύπρος)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]