Μετάβαση στο περιεχόμενο

henna

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

henna (en)

  1. το φυτό και η βαφή χένα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

henna (da)

  1. το φυτό και η βαφή χένα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

henna (es) και alheña, arjeña, jena

  1. το φυτό και η βαφή χένα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

henna (pl)

  1. το φυτό και η βαφή χένα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

henna (pt)

  1. το φυτό και η βαφή χένα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

henna (cs)

  1. το φυτό και η βαφή χένα