χένα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χένα | οι | χένες |
γενική | της | χένας | των | χενών |
αιτιατική | τη | χένα | τις | χένες |
κλητική | χένα | χένες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χένα θηλυκό (παλιότερα χέννα και κύπρος ή κύπρινον)
- το φυτό και η χρωστική ουσία που βγαίνει από αυτό και που λεγόταν στην Ελλάδα κύπρος (ταξινομημένο τώρα ως Lawsonia inermis) και που πωλείται σε μορφή σκόνης για βαφή κυρίως των μαλλιών
- τατουάζ και βαφή δερμάτων και μάλλινων ή άλλων υφασμάτων
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χένα