χαλκός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαλκός < αρχαία ελληνική χαλκός
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χαλκός | οι | χαλκοί |
γενική | του | χαλκού | των | χαλκών |
αιτιατική | τον | χαλκό | τους | χαλκούς |
κλητική | χαλκέ | χαλκοί | ||
όπως «αγρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
χαλκός αρσενικό
- (χημεία) μεταλλικό χημικό στοιχείο, με ατομικό αριθμό 29 και χημικό σύμβολο το Cu
- (μεταλλουργία) καστανέρυθρο μέταλλο, που χρησιμοποιείται για τη κατασκευή κραμάτων και ηλεκτρικών κυκλωμάτων
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαλκός
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | χαλκός | χαλκώ | χαλκοί |
Γενική | χαλκοῦ | χαλκοῖν | χαλκῶν |
Δοτική | χαλκῷ | χαλκοῖν | χαλκοῖς |
Αιτιατική | χαλκόν | χαλκώ | χαλκούς |
Κλητική | χαλκέ | χαλκώ | χαλκοί |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαλκός < αβέβαιου ετύμ. ίσως συγγενές του Κολχίς, πιθανόν ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *ghel(ē̆)ĝh- (μέταλλο) (Έχουν προταθεί και ετυμολογήσεις από γλώσσα της Εγγύς Ανατολής μέσω της Κύπρου, που είχε πολλά ορυχεία χαλκού)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαλκός αρσενικό
- χαλκός
- ορείχαλκος, μπρούντζος
- (συνεκδοχικά) οτιδήποτε κατασκευασμένο από χαλκό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- χαλκάρματος
- χάλκασπις
- χαλκέγχης
- χαλκέλατος
- χαλκεντής
- χαλκεοθώραξ
- χαλκεοκάρδιος
- χαλκέοπλος
- χαλκεοτευχής
- χαλκεόφωνος
- χαλκήρης
- χαλκοβαρής
- χαλκοβατής
- χαλκοβόας
- χαλκόγενυς
- χαλκοδαίδαλος
- χαλκοδέμας
- χαλκόδετος
- χαλκοθώραξ
- χαλκοκνήμις
- χαλκοκορυστής
- χαλκόκροτος
- χαλκομίτρας
- χαλκόνωτος
- χαλκόπεδος
- χαλκόπλευρος
- χαλκοπληθής
- χαλκόπληκτος
- χαλκόπους
- χαλκόπυλος
- χαλκόστομος
- χαλκότοξος
- χαλκότορος
- χαλκότυπος
- χαλκοτύπος
- χαλκουργός
- χαλκοφάλαρος
- χαλκοχάρμης
- χαλκοχίτων