χαλκός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
|
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαλκός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χαλκός & σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική bronze[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /xalˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χαλ‐κός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χαλκός | ||
γενική | του | χαλκού | ||
αιτιατική | τον | χαλκό | ||
κλητική | χαλκέ | |||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
χαλκός αρσενικό
- (χημεία, μεταλλουργία) μεταλλικό χημικό στοιχείο, με ατομικό αριθμό 29 και χημικό σύμβολο το Cu, που χρησιμοποιείται για τη κατασκευή κραμάτων και ηλεκτρικών κυκλωμάτων
- ※ Ο μπρούντζος είναι κράμα χαλκού και κασσίτερου, και ήταν το πρώτο κράμα που δημιουργήθηκε, περίπου τέσσερις χιλιάδες χρόνια πριν (Ελληνικό Ινστιτούτο Ανάπτυξης Χαλκού, ανακτήθηκε στις 6/11/2021 [1])
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
ετυμολογικό πεδίο
χαλκ-
χαλκ-
Σύνθετα[επεξεργασία]

χαλκο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα χαλκο- στο Βικιλεξικό
όπως
- χαλκέντερος
- χαλκογράφημα
- χαλκογραφία
- χαλκογραφικός
- χαλκογράφος
- χαλκογραφώ
- χαλκόδετος
- χαλκοειδής
- χαλκοκουρούνα
- χαλκολιθικός
- χαλκονικέλιο
- χαλκονόμισμα
- χαλκόξανθος
- χαλκοπενία
- χαλκοπλάστης
- χαλκοπλαστικός
- χαλκοπόδαρος
- χαλκοπράσινος
- χαλκοπυρίτης
- χαλκοπωλείο
- χαλκοπώλης
- χαλκοστρωμένος
- χαλκοτύμπανο
- χαλκοτυπία
- χαλκοτύπος
- χαλκουργείο
- χαλκουργία
- χαλκουργικός
- χαλκουργός
- χαλκούχος
- χαλκοφόρος
- χαλκοχυτική
- χαλκωρυχείο
- χαλκωρύχος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
χαλκός στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαλκός
|
[επεξεργασία]
- ↑ χαλκός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | χαλκός | ||
γενική | τοῦ | χαλκοῦ | ||
δοτική | τῷ | χαλκῷ | ||
αιτιατική | τὸν | χαλκόν | ||
κλητική ὦ! | χαλκέ | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαλκός < αβέβαιης ετυμολογίας, ίσως συγγενές του Κολχίς, πιθανόν ινδοευρωπαϊκή ρίζα *ghel(ē̆)ĝh- (μέταλλο) (Έχουν προταθεί και ετυμολογήσεις από γλώσσα της Εγγύς Ανατολής μέσω της Κύπρου, που είχε πολλά ορυχεία χαλκού)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαλκός αρσενικό
- χαλκός
- ορείχαλκος, μπρούντζος
- (συνεκδοχικά) οτιδήποτε κατασκευασμένο από χαλκό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
ετυμολογικό πεδίο
χαλκ-
χαλκ-
Σύνθετα[επεξεργασία]
- Λέξεις χαλκ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
- χαλκο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα χαλκο- στο Βικιλεξικό
όπως
- χαλκάρματος
- χάλκασπις
- χαλκέγχης
- χαλκέλατος
- χαλκεντής
- χαλκεοθώραξ
- χαλκεοκάρδιος
- χαλκέοπλος
- χαλκεοτευχής
- χαλκεόφωνος
- χαλκήρης
- χαλκοβαρής
- χαλκοβατής
- χαλκοβόας
- χαλκόγενυς
- χαλκοδαίδαλος
- χαλκοδέμας
- χαλκόδετος
- χαλκοθώραξ
- χαλκοκνήμις
- χαλκοκορυστής
- χαλκόκροτος
- χαλκομίτρας
- χαλκόνωτος
- χαλκόπεδος
- χαλκόπλευρος
- χαλκοπληθής
- χαλκόπληκτος
- χαλκόπους
- χαλκόπυλος
- χαλκόστομος
- χαλκότοξος
- χαλκότορος
- χαλκότυπος
- χαλκοτύπος
- χαλκουργός
- χαλκοφάλαρος
- χαλκοχάρμης
- χαλκοχίτων
Πηγές[επεξεργασία]
- χαλκός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χαλκός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Χημικά στοιχεία (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Μεταλλουργία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' χωρίς πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης χωρίς πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά χωρίς πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά χωρίς πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με άγνωστη ετυμολογία (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)