χαλκός
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | χαλκός | χαλκοί |
γενική | χαλκού | χαλκών |
αιτιατική | χαλκό | χαλκούς |
κλητική | χαλκέ | χαλκοί |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαλκός < αρχαία ελληνική χαλκός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαλκός αρσενικό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- χαλκέντερος
- χαλκογράφημα
- χαλκογραφία
- χαλκογραφικός
- χαλκογράφος
- χαλκογραφώ
- χαλκόδετος
- χαλκοειδής
- χαλκόξανθος
- χαλκοπλάστης
- χαλκοπλαστικός
- χαλκοπράσινος
- χαλκοπωλείο
- χαλκοπώλης
- χαλκοτύμπανο
- χαλκοτυπία
- χαλκοτύπος
- χαλκουργείο
- χαλκουργία
- χαλκουργικός
- χαλκουργός
- χαλκούχος
- χαλκοφόρος
- χαλκοχυτική
- χαλκωρυχείο
- χαλκωρύχος
Δείτε επίσης [επεξεργασία]
Δείτε επίσης [επεξεργασία]
- Περιοδικός πίνακας των στοιχείων
- χαλκός στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαλκός
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | χαλκός | χαλκώ | χαλκοί |
Γενική | χαλκοῦ | χαλκοῖν | χαλκῶν |
Δοτική | χαλκῷ | χαλκοῖν | χαλκοῖς |
Αιτιατική | χαλκόν | χαλκώ | χαλκούς |
Κλητική | χαλκέ | χαλκώ | χαλκοί |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαλκός < αβέβαιου ετύμ. ίσως συγγενές του Κολχίς, πιθανόν ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *ghel(ē̆)ĝh- (μέταλλο) (Έχουν προταθεί και ετυμολογήσεις από γλώσσα της Εγγύς Ανατολής μέσω της Κύπρου, που είχε πολλά ορυχεία χαλκού)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαλκός αρσενικό
- χαλκός
- ορείχαλκος, μπρούντζος
- (συνεκδοχικά) οτιδήποτε κατασκευασμένο από χαλκό
Εναλλακτικές μορφές [επεξεργασία]
- (αρχαίος) κρητικός τύπος καυχός
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- χαλκάρματος
- χάλκασπις
- χαλκέγχης
- χαλκέλατος
- χαλκεντής
- χαλκεοθώραξ
- χαλκεοκάρδιος
- χαλκέοπλος
- χαλκεοτευχής
- χαλκεόφωνος
- χαλκήρης
- χαλκοβαρής
- χαλκοβατής
- χαλκοβόας
- χαλκόγενυς
- χαλκοδαίδαλος
- χαλκοδέμας
- χαλκόδετος
- χαλκοθώραξ
- χαλκοκνήμις
- χαλκοκορυστής
- χαλκόκροτος
- χαλκομίτρας
- χαλκόνωτος
- χαλκόπεδος
- χαλκόπλευρος
- χαλκοπληθής
- χαλκόπληκτος
- χαλκόπους
- χαλκόπυλος
- χαλκόστομος
- χαλκότοξος
- χαλκότορος
- χαλκότυπος
- χαλκοτύπος
- χαλκουργός
- χαλκοφάλαρος
- χαλκοχάρμης
- χαλκοχίτων