Μετάβαση στο περιεχόμενο

χαλκονόμισμα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαλκονόμισμα τα χαλκονομίσματα
      γενική του χαλκονομίσματος των χαλκονομισμάτων
    αιτιατική το χαλκονόμισμα τα χαλκονομίσματα
     κλητική χαλκονόμισμα χαλκονομίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χαλκονόμισμα < χαλκ(ός) + -ο- + νόμισμα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /xal.koˈno.mi.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χαλκονόμισμα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χαλκονόμισμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]