εργαλείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εργαλείο | τα | εργαλεία |
γενική | του | εργαλείου | των | εργαλείων |
αιτιατική | το | εργαλείο | τα | εργαλεία |
κλητική | εργαλείο | εργαλεία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εργαλείο < αρχαία ελληνική ἐργαλεῖον
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /eɾ.ɣaˈli.o/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εργαλείο ουδέτερο
- το αντικείμενο ειδικά σχεδιασμένο και κατασκευασμένο ώστε να διευκολύνει την εκτέλεση μιας εργασίας
- γεωργικά εργαλεία, τα εργαλεία του σιδηρουργού
- (μεταφορικά) το απαραίτητο βοήθημα για την εκτέλεση μιας εργασίας
- το λεξικό αυτό θα είναι ένα πολύτιμο εργαλείο για τις καθημερινές σχολικές εργασίες του παιδιού σας