instrument
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
instrument | instruments |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]instrument (en)
- το όργανο, εργαλείο ή θεσμός που χρησιμεύει σε μια εργασία
- το μουσικό όργανο
- ⮡ What are the instruments of a symphony orchestra?
- Ποια είναι τα όργανα μιας συμφωνικής ορχήστρας;
- ⮡ What are the instruments of a symphony orchestra?
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
instrument | instruments |
instrument (fr) αρσενικό
- το όργανο
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]instrument (pl) αρσενικό
- το όργανο
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]instrument (ro)
Κατηγορίες:
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (πολωνικά)
- Πολωνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (πολωνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (πολωνικά)
- Ρουμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ρουμανικά)