outil

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
outil < hustil < λατινική usitilium

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /u.ti/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
outil outils

outil (fr) αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]