outillage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

outillage < outiller

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /u.ti.jaʒ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
outillage outillages

outillage (fr) αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη  outil

Συνώνυμα[επεξεργασία]