Μετάβαση στο περιεχόμενο

kupro

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
kupro < kupr + -o

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kupro (eo)

la prezo de kupro multe kreskis - η τιμή του χαλκού αυξήθηκε πολύ