yellow
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- yellow < yelou < ġeolu
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]yellow (en)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]yellow (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]to yellow (en)