χαλκοστρωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαλκοστρωμένος < χαλκός και στρωμένος, σχηματίστηκε (κατ' αναλογία προς το ασφαλτοστρωμένος) για να αποδόσει την αρχαία ελληνική χαλκόπους σε ό,τι αφορά έδαφος ή επίστρωση μετάλλου σε επιφάνεια, σαν συμπληρωματικό του επιχαλκωμένος εκεί όπου δεν υπήρχε επακριβώς η διαδικασία της επιχάλκωσης ή εκεί όπου η επιφάνεια ήταν σχετικά μεγάλη
Μετοχή[επεξεργασία]
χαλκοστρωμένος
- δρόμος σε περιοχή πλούσια σε κοιτάσματα χαλκού (μία από τις αποδόσεις του χαλκόπους σε αρχαία κείμενα)
- για δάπεδο αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, με επίστρωση χαλκού
- το εσωτερικό του τάφου πρέπει να είχε διακόσμηση με χάλκινα και χρυσά κοσμήματα και χαλκοστρωμένο το δάπεδό του
- που μοιάζει να είναι στρωμένο με χαλκό, που έχει τη χαρακτηριστική θαμπή, κιτρινοπράσινη λάμψη
- Βαθιά ο Ιορδάνης στέναζε μέσα στη χαλκοστρωμένη κοίτη του και πρόσμενε με τρόμο το θεϊκό κορμί που θ' άγιαζε τα νερά του (Ανδρέας Καρκαβίτσας, "Θείον Όραμα")
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαλκοστρωμένος