κύκλωμα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κύκλωμα < αρχ. κύκλωμα < κυκλόω-ῶ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κύκλωμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κυκλώνω, κύκλωση
- (μτφ.) σύνολο ποικίλων διασυνδέσεων
- στον τόπο λειτουργούν διάφορα κυκλώματα
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- ηλεκτρικό κύκλωμα:(φυσ.) το σύνολο της ηλεκτρικής πηγής και των αγωγών, που συνδέουν τους πόλους
Συγγενικά
[επεξεργασία]- κυκλώνω ρ.
- κύκλωση (η)
- κυκλωτικός, -ή, -ό
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- (δίκτυο υπολογιστών) εξοπλισμός απόληξης κυκλώματος δεδομένων (DCE)
- (τηλεπικοινωνίες) μισθωμένο κύκλωμα, μισθωμένη γραμμή