χαλκότυπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]χαλκότυπος, -ος, -ον (φέρεται διάφορο της λέξης χαλκοτύπος)
- εκείνος που δέχθηκε πλήγμα από χάλκινο όπλο, που προκλήθηκε από όπλο από χαλκό
- ...κατὰ χαλκοτύπους ὠτειλὰς : στις πληγές που άνοιξαν τα όπλα, τα χάλκινα όπλα (Ιλιάδα)
- σφυρήλατος ως συνώνυμο του χαλκοτύπος (με το οποίο μοιραζόταν τύπους σε διάφορες πτώσεις)
- χαλκότυπος εἰκών