παράθυρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παράθυρο | τα | παράθυρα |
γενική | του | παράθυρου & παραθύρου |
των | παράθυρων & παραθύρων |
αιτιατική | το | παράθυρο | τα | παράθυρα |
κλητική | παράθυρο | παράθυρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παράθυρο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική παράθυρον[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /paˈɾa.θi.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρά‐θυ‐ρο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παράθυρο ουδέτερο
- άνοιγμα σε τοίχο, κανονικού σχήματος, συνήθως ορθογωνίου, που εξυπηρετεί τον αερισμό και τον φωτισμό ενός εσωτερικού χώρου κτηρίου όχι όμως και την είσοδο σε αυτόν (υπό κανονικές συνθήκες)
- το πλαίσιο ή και το τζάμι που καλύπτει αυτό το άνοιγμα
- (πληροφορική) ορθογώνια περιοχή στην οθόνη ηλεκτρονικού υπολογιστή που περιέχει εργαλεία διασύνδεσης του χρήστη και δεδομένα μιας συγκεκριμένης εφαρμογής που τρέχει εκείνη την στιγμή
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- μπήκε από το παράθυρο: για κάποιον που έγινε δεκτός σε μία θέση χωρίς να ακολουθηθεί η νόμιμη διαδικασία
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παράθυρο
|
[επεξεργασία]
- ↑ «παράθυρο» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)