εκπαραθύρωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκπαραθύρωση < → δείτε τις λέξεις εκ- και παράθυρο < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική défenestration
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκπαραθύρωση θηλυκό
- αυτό που πράττουμε όταν πετάμε κάποιον από το παράθυρο
- Στις 23 Μαΐου 1618, η περίφημη Εκπαραθύρωση της Πράγας προκάλεσε τον Τριακονταετή Πόλεμο, όταν οι προτεστάντες ηγέτες πέταξαν από το παράθυρο τους καθολικούς απεσταλμένους της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. (από το άρθρο Πράγα της Βικιπαίδειας)
- (μεταφορικά) η βίαιη αποπομπή κάποιου από αξίωμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκπαραθύρωση