Μετάβαση στο περιεχόμενο

okno

Από Βικιλεξικό
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική okno okna
γενική okna okien
δοτική oknu oknom
αιτιατική okno okna
οργανική oknem oknami
τοπική oknie oknach
κλητική okno okna

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

okno < πρωτοσλαβική okъno

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

okno (pl) ουδέτερο



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

okno < πρωτοσλαβική okъno

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

okno (sk)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

okno < πρωτοσλαβική okъno

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

okno (sl)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

okno < πρωτοσλαβική okъno

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

okno (cs) ουδέτερο